- μονή
- Βλ. λ. μοναστήρι ή μονή.
* * *η (ΑΜ μονή)1. μοναστήρι2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῡ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ)3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός», Παυσ.)4. φρ. «αιώνιες μονές» — η μετά θάνατον ζωή («μετέστη εις τας αιωνίους μονάς» — πέθανενεοελλ.1. φωλιά άγριου ζώου, μονιά2. μουσ. μελωδία πάνω στον ίδιο μουσικό φθόγγο με περισσότερους από έναν χρόνονεοελλ.-μσν.καλύβα για διαμονή ζώου, στάβλοςμσν.1. λημέρι2. (για νεκρό) τάφος3. απόσταση ανάμεσα σε δύο στάσεις ή διανυκτερεύσεις4. φρ. α) «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωήβ) «μοναί κυρίου» — παράδεισοςγ) «ἀπέρχομαι εἰς τὰς ἐκεῑθεν μονάς» — πεθαίνωδ) «ποιῶ μονήν» — κατασκηνώνω, διαμένω προσωρινάαρχ.1. παραμονή σε έναν τόπο, αργοπορία(«μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν», Πολύβ.)2. χρονική διάρκεια («μονὴ αἰσθήματος», Αριστοτ.)3. μονιμότητα, στερεότητα4. γραμμ. διατήρηση5. μοναστικός βίος6. βεβαίωση ενώπιον δικαστηρίου η οποία κυρίως αφορά την ανάληψη υποχρέωσης από εκείνον που κάνει τη βεβαίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μένω. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μου- τού θ. μεν- τού μένω*. Η χρησιμοποίηση τής λέξης στους χριστιανικούς χρόνους με σημ. «μοναστήρι» τη συνέδεσε παρετυμολογικά με τους τ. μόνος, μονάζω κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.